διάφυσις, -εως, ἡ
• Morfología: [jón. sg. gen. διαφύσιος Hp.Mochl.1, plu. ac. διαφύσιας Hp.Mochl.1]
I
οἱ καρποὶ ἁδρυνόμενοι ἀποκρίνονταί τε καὶ ἀποπίπτουσι κατὰ τὴν διάφυσινHp.Oct.3
•anat. diáfisis de los huesos
καὶ ἡ ἐπίφυσις διάφυσιν (ἔχει)Hp.Fract.12,
αἱ διαφύσιες τῶν σπονδύλωνHp.Mochl.1, cf. Erot.31.16,
τὴν ἐν τῷ μέσῳ γεννωμένην ὑπεροχὴν νευροχονδρώδη διάφυσιν εἰπώνGal.18(2).475, cf. 2.350, 3.322.
2 intersticio, cavidad
διαφύσεις ἔχει χονδρώδεις εἰς ὀξὺ συνηκούσαςArist.HA 495b9,
διαφύσεις δ' ἔνδοθεν ἔχει δι' ὅλου διειλημμένας ὁμοίας τοῖς κηρίοιςThphr.HP 4.8.7,
στῆθος ... διαφύσιας ἔχον πλαγίας, ᾗ πλευραὶ προσήρτηνταιHp.Mochl.1,
κενόν ἐστιν πολλῶν διαφυσίων μεστόνHp.de Arte 10, de un tendón, Gal.2.496,
διαφύσεις σπέρματος λαμβάνει τὸ σπέρμαTheol.Ar.40.
3 hendidura, corte, separación
ἔχει ... ὁ ἰχθὺς οὗτος ... διάφυσιν ὑπὸ τὴν γαστέραArist.HA 567b24, cf. 562a26, Sor.69.27.
4 bot. germen, brote de la semilla
ἀναβλαστήσεις καὶ διαφύσειςThphr.HP 8.1.6.
II de materiales como piedra, madera, tierra
1 filón
ὑπονόμους δὲ διακόπτοντες ... ὡς ἂν ἡ δ. ᾖ ἀποστιλβούσης πέτραςD.S.3.12
•vena de la piedra
διαφύσεις ἔχουσα ἐμφερῶς ὀνυχίτῃ λίθῳDsc.5.74
•veta de la madera
διὰ τὸ κτηδόνας λέγεσθαι τῶν ξυλῶν τὰς γραμματοειδεῖς διαφύσειςSch.Er.Il.21.169b, cf. Eust.1229.43.
2 fisura, grieta, hendidura
(τῶν πετρῶν)Ph.Mech.102.21,
τὰς ἀφανεῖς ἐνίκμους διαφύσεις εἰς ἅπασαν τὴν ἀρετῶσαν (γῆν) ... ἀπέτεινεPh.1.8, cf. 2.117,
ὑπερρηγμένος ταῖς διαφύσεσιde talco o mica en estado nativo, Basil.Hex.3.4 (p.208).