< διαφρακτέον
διάφρασις >
διάφραξις
,
-εως, ἡ
1
anat.
diafragma
τὸ αἷμα ... ἀναΐσσει ... ἐς τὴν καρδίην καὶ ἐς τὴν διάφραξιν
Hp.
Virg
.1.
2
fig.
barrera
,
impedimento
Basil.M.30.269A, Sud.s.u.
Ὤγ
.