διάφευξις, -εως, ἡ


1 huida ἐγένετο δὲ καὶ ἡ δ. αὐτοῖς Th.3.23, ἡ τοῦ Ἀμβιόριγος δ. D.C.40.32.3, τὴν διάφευξιν ποιήσασθαι D.C.49.17.3.

2 escapatoria δ. τε οὐκ ἦν τοῖς πᾶσιν I.AI 17.282, τόποι χαλεποὶ καὶ διάφευξιν οὐκ ἔχοντες Plu.TG 5, cf. 2.554d, ἐκ λογισμοῦ καὶ σοφίας δ. Plu.TG 2.977e.

3 c. gen. obj. hecho de evitar, evitación προσ]αγορεύων τὴν διάφευ[ξιν αὐτ]ῶν (los rasgos de dicción incorrecta) ὀρθοέπειαν Phld.Rh.1.192.