διάφασις, -εως, ἡ
1 transparencia
ἥ θ' ὑαλοειδὴς ἣ καὶ ἔμφασιν ποιεῖ καὶ διάφασινThphr.Lap.30
•fig. transparencia, evidencia
ἐμφάσεις τῆς ἀληθείας καὶ διαφάσεις ἔχουσινlos sacerdotes egipcios, Plu.2.354c,
κατ' ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ' Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν θεόνClem.Al.Strom.1.19.94.
2 vano, ventana c. gen. obj.
aiebat uirid<ar>iorum διαφάσεις latis luminibus non tam esse suauisCic.Att.23.2.
3 arq. intercolumnio
θυρώσειν ... τὰς διαφάσεις τῶν στυλοπαραστάδωνIIasos 22.9 (heleníst.).