διάτριχα
• Morfología: [frec. divissim διὰ τρίχα]


adv. en tres partes δ. δασμὸς ἐτύχθη h.Cer.86, νεῖμαι Call.Iou.61, κατὰ φῦλα δ. ναιετάασκον A.R.2.997.