διάσφυξις, -εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. διασφύξιες Hp.Alim.48]
pulsación, palpitación
φλεβῶνHp.Epid.2.1.8, l.c.,
ἀρτηρίηςAret.SA 2.2,
ἐγκεφάλουAret.CD 1.3.8.
φλεβῶνHp.Epid.2.1.8, l.c.,
ἀρτηρίηςAret.SA 2.2,
ἐγκεφάλουAret.CD 1.3.8.