< διάρτης
διαρτία >
διάρτησις
,
-εως, ἡ
1
desunión
διάλυσις δὲ καὶ δ.
Ph.1.338.
2
fil.
incoherencia
φασὶ ... γίγνεσθαι τὸν ἀπέραντον λόγον ... κατὰ διάρτησιν
Chrysipp.
Stoic
.2.79, cf. S.E.
P
.2.146.