διάρρῠτος, -ον
1 atravesado, irrigado por corrientes de agua
ῬάβενναStr.5.1.7,
ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖςStr.12.3.15,
ὁ φοινικώνStr.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.
2
διαρρύτους· διηντλημένουςHsch.
ῬάβενναStr.5.1.7,
ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖςStr.12.3.15,
ὁ φοινικώνStr.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.
διαρρύτους· διηντλημένουςHsch.