διάρρους, -ου, ὁ


1 salida, desagüe διαλείπων διάρρουν πλάτος ποδός IG 7.4255.21 (Oropo IV a.C.).

2 canalillo o conducción de agua, canalización τοὺς διάρρους τοὺς ἐν τῷ θεάτρῳ IG 11(2).204.56, cf. 175A.a.8 (ambas Delos III a.C.), ξυλίνας τοῖς διάρροις ἀπέστησαν γεφύρας D.S.13.47, διάρρους ἔχουσαι πλωτούς Str.4.1.2, cf. Sch.Er.Il.21.1 (p.80).