< διαρετίζομαι
διαρήσσω >
διάρημα
,
-ματος, τό
embarcación para el transporte de grano
ἐς λέμβους ... οὕσπερ καλεῖν διαρήματα νενομίκασιν
Procop.
Aed
.6.1.3, cf. διέραμα.