διάπειρα, -ας, ἡ
I
δ. βροτῶν ἔλεγχοςel reto es la piedra de toque de los hombres Pi.O.4.18, cf. D.H.5.14, Aesop.187 (bis).
2 intento, intentona
κα[τ]ὰ τὴν γενομένην ὑπὸ Ἀγαμέμνονος διάπειρανPhld.Hom.25.37.
II acción de poner a prueba, comprobación de datos
εἰς διάπειραν ... ἀπικέσθαιcomprobar Hdt.2.28,
τῶν ἐγὼ ἐς διάπειραν ἀπικόμηνde los que he podido comprobar Hdt.2.77, cf. 1.47, Paus.3.4.6,
διάπειραν λαμβάνεινponer a prueba Thphr.CP 4.16.3, Char.13.9, D.56.18, Plu.2.413b, D.H.3.15, D.L.7.36, Vett.Val.163.15, c. gen. indicando respecto a qué se hace la prueba
τῆς ἀρετῆς αὐτῶν διάπειραν βουλόμενος λαβεῖνI.AI 4.96, cf. 1.223,
διάπειραν λαμβάνειν τῆς αὐτῶν καρτερίαςIust.Nou.5.2 proem.,
διάπειραν ποιούμενος τῶν τρόπωνD.44.58,
τὸ πρᾶγμα εἰς διάπειραν ... κατέστησανAeschin.1.184.