διάνηξις, -εως, ἡ


natación (τὸ γένος) ἑτέρας ὑγρασίας δεόμενον εἰς διάνηξιν de los peces Corp.Herm.Fr.23.23, πεῖρα τῆς διανήξεως Epiph.Const.Haer.59.3.2.