διάκρουσις, -εως, ἡ
1 jur. dilación de un proceso judicial
προκαλοῦνται ἐπὶ διακρούσειD.54.27, cf. Plu.Cor.19, Lib.Or.14.19,
τὴν κρίσιν ... διακρούσεσι πολλαῖς ... ἐκβαλλόντωνPlu.Cic.7.
2 separación, evitación, rechazo c. gen. obj. o ἐκ y gen.
φυγὴ δὲ καὶ δ. ἀλλοτρίουPlu.Demetr.1,
ἐκ φυλακῆς καὶ διακρούσεως τῶν ἀναιρετικῶνPlu.2.420e,
διακρούσεις καὶ ἀποδράσεις ἐκ τῶν πραγμάτωνPlu.2.449b
•alejamiento
ἐπὶ διακρούσει μόνῃ τῇ ἐμῇ ταῦτα πράττεσθαιque esto se hace sólo para alejarme Hld.7.28.6.