< διαθηλύνω
διαθηράω >
διάθημα
,
-ματος, τό
1
alianza
,
testamento
καλλείψας κόσμῳ εὐαγγελίης δ.
Orac.Sib
.1.382.
2
δ.· ἐπιτήδευμα
Phot.
δ
321.