διάημι
• Morfología: [impf. διάη Od.5.478, 19.440]
soplar el viento a través de, traspasar soplando
τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντωνOd.19.440, cf. 5.478,
πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου ΒορέωHes.Op.517, c. gen. o giro prep.
τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας)Hes.Op.514,
διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησινHes.Op.519
•en v. pas. ser traspasado por el viento
ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηταιNic.Fr.74.41.