διάδρομος, -ον


I que corre διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera A.Th.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares E.Ba.592
fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.El.1156.

II subst. ὁ δ.

1 pasillo ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.Hipp.6.

2 paso marítimo entre islas, D.S.3.38.

3 cerrojo, pestillo Eust.1900.59.