< διαδρᾱσῐπολίτης
διαδράσσομαι >
διάδρασις
,
-εως, ἡ
huida
,
evasión
c. ποιέω y gen.
huir de
τῶν ἀναγκῶν
I.
AI
17.76,
αὐτῶν
I.
AI
18.142,
glos. a δράσκασις
Hsch.