< διαβρύκω
διάβρωσις >
διάβρωμα
,
-ματος, τό
trozo roído
de un libro
ζῆτων ἐπανόρθωσιν τῶν διαβρωμάτων εἰς ἀντίγραφα
Str.13.1.54.