διάβορος, -ον


consumido τοῦτ' ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενός S.Tr.676, σῶμα D.L.4.20
erosionado, corroído λίθος ref. a los poros de la piedra de origen volcánico, Thphr.Lap.20, φάραγξ Thdt.Is.6.55.