διάβημα, -ματος, τό
I
κατηύθυνεν τὰ διαβήματά μουLXX Ps.39.3, cf. 139.5, Ib.31.4, Pr.4.12, Porph.in Harm.95.16, Origenes M.17.109C, Gr.Naz.M.35.801C
•en sg., Origenes en Cat.Ps.118 Pal.p.358, Pion.V.Polyc.16.
2 fig. plu. momentos sucesivos
ἡ ... διακόσμησις τρισὶ διώρισται διαβήμασινDam.in Prm.423.
II plomada Hsch.s.u. στάθμη.