< διαβατός
διαβεβαιόω >
διάβατος
,
-ον
• Alolema(s):
lesb.
ζάβᾰτος
Sapph.181
1
que se puede atravesar
,
vadeable
s. cont., Sapph.l.c.,
(ποταμός)
Procop.
Aed
.4.6.12.
2
subst. τὸ δ. dud., quizá
esclusa
,
PIand
.52.14 (II d.C.).