διωκτικός, -ή, -όν
I
πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόνIambl.Protr.21
•rápido en la persecución, EM 468.23G.
2 que pone en fuga, capaz de alejar c. gen.
δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήνConst.App.8.29.3, de la piel de un pez
διωκτικὸν κυνῶνSch.Cyran.4.29.5
•repelente
κωνώπωνPaul.Aeg.5.1.2.
II adv. -ῶς en persecución
ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖνEust.707.1, cf. 543.44.