διωθέω
• Morfología: [v. med. fut. 2a sg. διώσῃ A.Fr.199.9, διώσεαι Democr.B 191; aor. ind. sin aum. διῶσεν Il.21.244, 3a plu. διέωσαν X.HG 2.1.8]
I
οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῖραςX.l.c.,
τρήματα δύο ... δι' ὧν διωθοῦντες τὰς σαρίσαςPlb.21.28.14, sólo c. ac.
ἐδίωσα τὸν ἐπίουρονHero Aut.24.3,
τὰς ψήφους διωθεῖνmeter las cuentas en el ábaco, e.e., hacer los cálculos Thphr.Char.24.12
•c. ἐς y ac. incluir en v. pas.
ἐὰν εἰς κύβον δύο κύλινδροι διωσθῶσινHero Metr.2.1.
2 destrozar
ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσενeste (olmo) cayendo desde las raíces destrozó toda la orilla, Il.l.c.
II
τὰς ἀντιάδαςdel médico para aplicar una cura en el fondo de la garganta, Hp.Morb.2.30, del llanto
τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους βίᾳ διωθοῦσανabriéndose paso a la fuerza por los pasajes de los ojos Pl.Ti.68a, en v. med.
διωσάμενοι ... τὰ γέρραHdt.9.102,
τὸν ὄχλονX.Cyr.7.5.39, de una semilla
διωσάμενος ταύτην (ὕλην)Thphr.HP 8.11.8,
διωσάμενα τὰς τάξειςPlb.11.1.12,
αἱ ῥύσεις τῶν ποταμῶν ... διωθοῦνται τὴν θάλαττανPlb.4.41.4.
2 rechazar
ἐμοὺς ἐχθρούςE.Heracl.995
•más frec. en v. med.
διώσῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόνA.Fr.199.9,
οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαιDemocr.l.c.,
τὰς τύχαςE.HF 315,
στρατὸν ἰθυμαχίῃ διώσασθαιrechazar al ejército en una lucha abierta Hdt.4.102,
οὓς οὐ ῥᾴδιον φανερῶς διωθεῖσθαιPl.Ep.363b,
τοὺς μὲν γὰρ εὔνους καὶ μάλιστα φίλους ... διωθεῖτοPh.2.520,
εὐνοίην ... διωθέεσθαιHdt.7.104,
ὃ δὲ μὴ προσίενται ... διωθεῖσθαιTh.4.108,
οὐχ ὧδε κῆδος σὸν διώσεται πόσιςE.Andr.869,
πάντα ταῦτ' ... διεωθοῦντοD.19.139, cf. Plb.18.41.4,
διεωσάμην ... ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίανD.21.124, cf. I.AI 15.168,
διώσασθαι τὴν ... ἐπιβουλήνD.58.65, cf. Arist.EN 1163b25,
διωθεῖτο τὴν ἀρχήνI.BI 4.604,
τὰ νοσερὰ διωθούμενοιPh.1.516, cf. D.L.7.85,
εἰ μὴ διωθεῖται τὰ παρὰ τῆς τύχηςPhilostr.VA 5.35
•c. instrum., en v. pas.
χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι (ἀντιλογίην)estaban convencidos de que sería rechazada (la imputación) por medio de dinero Hdt.9.88
•concr. empujar
τοῖς κοντοῖς διεωθοῦντο(los marineros) empujaban con los varales Th.2.84,
διωθούμενοι ταῖς χερσίνStr.16.4.17, cf. Hsch.
•en sent. fisiol. expulsar, eliminar
ἔστ' ἂν ... ἡ γαστὴρ ... διώσηται τὸ περιττὸν ἅπαν εἰς τὴν νῆστινGal.5.567.
3 abs. en v. med. rehusar
ὁ δὲ διωθέετο ἀντυποκρινόμενος τοιάδεpero éste rehusó contestando así Hdt.6.86β,
τοῦ δὲ Βολουμνίου διωσαμένουPlu.Brut.52.