< διωθίζομαι
διωκάθω >
διωθισμός
,
-οῦ, ὁ
pelea
,
lucha
προῆλθον ἄχρι ξιφουλκίας ἑκάτεροι καὶ διωθισμῶν
Plu.
Cam
.29.