διχίτων, -ωνος
• Alolema(s): δικίθων PHaun.27.7 (II d.C.)


1 medic. de doble tejido o membrana ἀρτηρίαι Gal.4.728.

2 de ropas de doble capa, forrado ]πὴν δικίθωνα{ν} λευκήν PHaun.l.c. (pero quizá l. δικιθων<ί>αν, cf. δικιτώνιος).