διχρονία, -ας, ἡ


1 métr. escansión doble τρεῖς παραυξήσεις ἔχουσιν οἱ δισύλλαβοι ἀπὸ διχρονίας μέχρι τετραχρονίας Sch.Heph.p.110.

2 n. pitagórico del número seis, Theol.Ar.37.