διχοτομία, -ας, ἡ
1 división en dos partes
ἄπειροι γὰρ αἱ διχοτομίαι τοῦ μεγέθουςArist.Ph.207b11, cf. 239b22,
περίοδοι σελήνης ... τῶν μεταξὺ χρόνων αἱ διχοτομίαιArist.GA 777b22, cf. Gem.9.3,
αἱ διχοτομίαι διορίζουσι τὰς ὥραςThphr.Sign.6, cf. 9,
εἰς ἴσα διαιρούμενον ἄπειρον κατὰ τὴν διχοτομίανdel número par, Simp.in Ph.455.22, de cuerpos celestes, Theo Sm.184
•fig. separación
δ. ... κατὰ τὴν εἰς τὸ παντελὲς ἀπὸ τοῦ Πνεύματος ἀλλοτρίωσινBasil.Spir.40.23.
2 lóg. dicotomía
πλείους (διαφοράς) ... οὐκ ἔστιν ὑπὸ μίαν διχοτομίαν εἶναι, ἀλλὰ μίαν κατὰ μίαν τελευτᾶνArist.PA 644a9, cf. 643b13, ref. a si son uno o dos los principios de la matemática, Iambl.Comm.Math.1.
3 geom. bisección, hecho de dividir en dos partes iguales una recta, Papp.948, un círculo por medio del diámetro, Procl.in Euc.157.12, un ángulo por la bisectriz, Eutoc.in Circ.147
•punto medio de una recta o de un arco, Archim.Aequil.1.6,
σημεῖα οὐκ ἴσον ἀπέχουσι τῆς διχοτομίαςEuc.10.41, cf. 44.