< δῐχοστᾰτέω
δῐχόστομος >
διχοστάτης
,
-ου, ὁ
pendenciero
,
faccioso
ἐν τοῖς διχοστάταις δὲ καὶ παρανόμοις θάνατος
Herm.
Sim
.8.7.6.