< διχόομαι
δίχορδος >
διχοποιός
,
-όν
que produce división
δ. δὲ ἡ ἀόριστος δυάς op. ἑνοποιός
Alex.Aphr.
in Metaph
.58.11, cf. Ascl.
in Metaph
.51.12.