< διχονοέω
διχόνοια >
διχονοητικός
,
-ή, -όν
1
que tiene dos significados
διχονοητικὸν καὶ τὸ «ἀμφὶς φρονέοντε»
Eust.166.28.
2
adv. -ῶς
δ.·
discordale
,
Gloss
.2.51.