διχομηνία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Oct.4, IM 2.4 (IV/III a.C.)
1 período temporal a mediados del mes, e.e., plenilunio
ἀπὸ δ[ιχ]ομνίαςIG 13.6B.41 (V a.C.), cf. Milet 1(3).145.28 (II a.C.),
ἔσχατον τῇ διχομηνίᾳ τοῦ μηνόςa más tardar a mediados de mes, IPr.4.45 (IV a.C.), cf. ICos ED 55B.4 (IV a.C.), IM l.c., Tit.Cam.148.4 (III a.C.),
πρὸ] τῆς διχο[μ]ηνίαςPRev.Laws 56.18 (III a.C.),
ὡς δ. ἐπληρώθηνestoy repleto como luna llena LXX Si.39.12,
πανσέληνος δὲ λέγεται ... περὶ τὴν διχομηνίανGem.8.1, cf. Vett.Val.205.26,
ἡ δὲ σελήνη διχομηνίαν ἦγεPlu.Dio 23,
ἐν διχομηνίᾳPlu.2.932e,
op. νουμηνίαPlu.2.929b,
διὰ διχομηνίανErot.Fr.Pap.Nect.2.2.
2 medic. período intermedio del ciclo menstrual
περὶ διχομηνίην ἐν γαστρὶ λαμβάνεινHp.l.c.