διχογνωμονέω
1 estar en desacuerdo
διχογνωμονῶν δὲ πρὸς ἑαυτόνestando en desacuerdo consigo mismo Antipho Soph.B 44a.26,
οἱ ἄνθρωποι ... διχογνωμονοῦντες ἐναντιοῦνταιX.Mem.2.6.21, cf. D.C.43.16.1, 44.25.3, 55.34.1.
2 c. ac. rel. dudar
τίς γὰρ ἂν ... ἄνθρωπος ... τοῦτο δὲ διχογνωμονοίη;Lib.Decl.43.43.