διχαστός, -ή, -όν
1 dividido en dos partes
τὴν ... γῆν ... καὶ τὴν ἀγορὰν ... νείμασθαι διχαστὴν ἑκατέρςAth.Agora 19.L4a.18 (IV a.C.).
2 mat. divisible entre dos, Theol.Ar.35.
τὴν ... γῆν ... καὶ τὴν ἀγορὰν ... νείμασθαι διχαστὴν ἑκατέρςAth.Agora 19.L4a.18 (IV a.C.).