< διχασμός
διχαστής >
διχαστήρ
,
-ῆρος, ὁ
incisivo
ὀδόντες
Poll.2.91,
οἱ ἔμπροσθεν ὀδόντες διχαστῆρες οἱ καὶ τομεῖς
Anecd.Erm
.287.