< δισέκγονος
δισεννάς >
δισέκτωρ
,
-ορος, ὁ
• Grafía:
graf. δησ-
PErl
.105.8 (IV d.C.)
sent. dud.
PErl
.l.c.,
Stud.Pal
.20.75.1.22 (IV d.C.).