< διστράλιον
δίστροπος >
διστριβοῦτος
,
-ον
lat.
distributus
,
dividido
,
repartido
τιρώνων Ἀσιανῶν διστριβούτων ἐν τῇ κεντυρίᾳ
PSI
1063.5,
passim
(II d.C.).