δισσολογέω
• Alolema(s): át. διττ-
decir por segunda vez, repetir ideas o palabras
ἵνα μὴ δόξωμεν δ.Vett.Val.238.23,
ταῦτα οὐ χρῆ δ. πρὸ ὀλίγου ῥηθένταSimp.in Cael.194.17, cf. Vett.Val.264.13, Sch.E.Hec.688D., Sch.Er.Il.14.43, en v. pas.
ὁ ἀριθμὸς δεδισσολογημένοςEpiph.Const.Haer.8.8.3,
(μαρτυρίαι) ἐδισσολογήθησαν ἐν διαφόροις ἐπιστολαῖςEuthal.Epp.Paul.M.85.724B, cf. Epiph.Const.Mens.M.43.240A.