< δισπιθαμιαῖος
δισπόνδειος >
δισπίθαμος
,
-α, -ον
de dos palmos
de largo
καυλόν
Dsc.2.156,
θαμνίσκος
Dsc.3.79, cf. 4.58, Orib.11.1.4,
κέρας
Eust.450.41.