< δίσορος
δισπιθαμιαῖος >
δισπηνσάτωρ
,
ὁ
• Grafía:
graf. -πεν-
Et.Gud
.
lat.
dispensator
,
administrador
δ. τῶν Σεβαστῶν
dispensator Augustorum
,
IEphesos
809.2 (imper.), cf.
Et.Gud
.