δισκέω
• Morfología: [graf. pres. opt. 3a sg. δισκίοι IG 5(1).828 (Esparta); impf. no contr. ἐδίσκεον Od.8.188]
1 lanzar el disco
δίσκον ... στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ ἢ οἵῳ Φαίηκες ἐδίσκεον ἀλλήλοισιOd.l.c.,
μακρὰ δισκήσαιςPi.I.2.35,
ἐμμελέως δ.Anacr.119, cf. IG l.c.
2 arrojar, lanzar
ἀπὸ τοῦ Κωρυκίου ὄρους αὑτὸν δισκῆσαιD.L.1.118, Hsch.s.u. δεδίσκηται, en v. pas.
ὅθεν πετραῖον ἅλμα δισκηθήσεταιE.Io 1268,
ὁ δισκηθεὶς ... ἔμπεσε δειλῷ πτωκίAP 9.227 (Bianor).