< διριβιτώριον
Διρίδωτις >
διριγεύω
• Grafía:
graf. δηρι- Sud.
lat.
dirigo
,
escoltar
en v. pas.
στήλη διριγευομένη ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν
Io.Mal.
Chron
.M.97.481B, cf. Sud.