διπτέρῠγος, -ον


1 de dos alas, díptero κώνωπες ... νυκτὸς κνώδαλα διπτέρυγα AP 5.151 (Mel.), Πόθοι AP 9.570 (Phld.).

2 de vestidos con dos volantes (ἀμπέχονον) κατάστικτον IG 22.1514.38, cf. 1524.214 (ambas IV a.C.), Jahresh.16.1913.Beibl.53.27.