< δῐποδιάζω
διποδίζω >
διποδιαῖος
,
-α, -ον
que mide dos pies
πλινθί]δας ... πλάτος διπ[ο]δι[αίας
dud. en
IG
2
2
.463.80 (IV a.C.), donde prob. l. δίπ[ο]δ[ας].