διορύσσω
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [v. pas. perf. διορωρύγμεθα D.9.28; plusperf. διωρώρυκτο X.An.7.8.14]
I
διὰ τάφρον ὀρύξας (tm.)Od.21.120, c. ac. int.
τὴν (διώρυχα)Hdt.2.158, c. ac. de obj. externo
ΧερρόνησονD.6.30, cf. Lys.2.29, Paus.2.1.5, en v. pas.
Ἄθω διορυττόμενονPl.Lg.699a, cf. D.S.11.5,
τὸ διορυγὲν τοῦ Νείλου στόμιονHld.9.7.3
•abs. App.Pun.121
•fig.
οὕτω δὲ κακῶς διακείμεθα καὶ διορωρύγμεθα κατὰ πόλειςtan mal dispuestos estamos y separados por fosos entre ciudades D.9.28
•de tumbas excavar c. intención de saqueo o profanación
τυμβωρύχοι διορύξαντες τὸν τάφον ἔκληψαν αὐτήν(a Calírroe), Charito 3.2.7, cf. AP 8.196 (Gr.Naz.), SEG 27.207.4 (Larisa), IKyzikos 500.12 (Misia)
•fig. escarbar, fisgar
ἐπιστόλια διορύττουσιν ἀλλότριαfisgan la correspondencia ajena Plu.2.519f,
τὰ βουλευόμενα διορύττων καὶ διερευνόμενοςPlu.2.87c.
2 minar
τὸ τεῖχος δι' αὐτῶν (χελωνῶν)Anon.Strat.13.18, part.
ὁ ΔιορύττωνEl Minero tít. de una comedia de Antífanes tb. llamada οἱ Θορίκιοι Ath.689e
•fig. socavar, minar
τῷ δὲ κακουργῆσαι καὶ διορύξαι πράγματ' οὐδενὸς λείπεταιD.45.30.
3 fig. arruinar
πάντα ἐπόρθουν τε καὶ διώρυττονLib.Or.18.141,
τὴν φιλίανLib.Or.1.123.
II
τὸν τοῖχονHdt.9.37, cf. Th.2.3, Ar.Pl.565,
δεσμωτήριονD.25.56, cf. en v. pas., X.l.c., Chrys.M.62.63
•c. intención de robar hacer un butrón en
μου τὴν οἰκίανX.Smp.4.30, cf. PPetr.3.28(e)ue.(b)2 (III a.C.), SEG 13.521.130 (Pérgamo II a.C.), Eu.Matt.24.43
•abs.
κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσινEu.Matt.6.19
•gener. agujerear, perforar
στρουθὸς διορώρυχεν (σῦκα)Philostr.Im.1.31
•c. sent. obs.
πρωκτὸν διορύττουσινAr.Nu.714.
2 de pers. abrir una herida en v. pas.
νεανίσκοις ἐπὶ τιμωρίᾳ διωρυγμένοις καὶ ... πληγὰς ... λαμβάνουσιD.S.4.43.