διορυγή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): διωρ- Chrys.M.49.70, Thdt.M.80.1204A


1 excavación esp. c. propósito de saqueo o profanación τειχῶν Apollod.Poliorc.139.1, ἡ τοῦ τάφου δ. la violación de la tumba X.Eph.3.9.1, οὐκ ἔστι τυμβωρυχία ἡ τοῦ κενοταφίου δ. Rh.4.498, cf. Hdn.Epim.205, Chrys.l.c., Sud.

2 cárcava, torrentera αὐλίζων ἐπὶ διορυγὰς ὑδάτων Thdt.M.81.660, cf. l.c.