< διοριστικός
διορκισμός >
διορκίζω
conjurar
διορκίζω ὑμᾶς δαίμονας κατὰ τῶν ὑμῶν πικρῶν ἀναγκῶν τῶν ἐχουσῶν ὑμᾶς
PMag
.15.13 (III d.C.).