διονομάζω
1 distinguir o distribuir por nombres, expresar por medio de nombres
διονομάζοντες γάρ που λέγουσι τοὺς λόγουςpues de alguna manera al dar nombres se está hablando Pl.Cra.387c, cf. Plt.263d, en v. pas.
οἱ δὲ μέγιστοι (ποταμοί)Arist.Mete.350b12,
διωνόμασταί τε μάλιστα ... διὰ τὴν συνήθειανde las partes de los animales, Arist.HA 494b20.
2 en v. med.-pas. ser célebre
τὸ τῶν ἡμιόνων γένος ... διωνόμασται θαυμαστῶςStr.5.3.1,
τὸν Κροίσου πλοῦτον ... διονομασθῆναί φασιStr.13.4.5
•en part. célebre
αἱ διωνομασμέναι ... ΚελαιναίE.Fr.1085, cf. Isoc.20.19,
τῇ διωνομα[σμένῃ παρ' ἀν]θρώποις περὶ τοῦ χρηστηρίου φήμ[ῃSEG 42.1065.10 (Claros II a.C.),
τῶν βοῶν ἀγέλαιD.S.4.18,
γραφεῖςD.H.Th.4.2, cf. Str.2.5.17,
νομοθέτην ἢ ποιητὴν ἢ ἄλλον τινὰ τῶν διωνομασμένωνTheo Prog.103.17
•c. ἐπί y dat. famoso por
ἐπ' ἀσεβείᾳD.S.14.67, c. dat.
στρατηγίᾳ διωνομασμένοςD.S.12.84,
τῶν ἐπὶ ἀνδρείᾳ διονομασθέντωνD.H.5.25.