< Δίομος
δίον >
διομοσία
,
-ας, ἡ
jur.
juramento como garantía
διομοσίαν ἐκθῆται τούτων αὐτῶν ἕνεκεν
Ath.Scholast.
Coll
.5.2, cf. διωμοσία.