< διομολογητέον
διομολογία >
διομολογητέος
,
-α, -ον
que debe ser acordado
o
convenido
τὰ συμβαίνοντα ... διομολογητέα ταῦτα
Pl.
Prm
.142b,
λόγος
Pl.
Sph
.260b,
τοῦτο
Pl.
R
.527b.