διομιλέω
• Grafía: graf. διαομ- Hsch.s.u. διαθρυλλῶ


conversar, charlar Hsch.l.c., πρὸς αὐτόν Sud.s.u. κατεπᾴδουσα, tb. en v. med. τὰ τοιαῦτα ... διομιλοῦνται ἀλλήλοις Eust.1948.42.